Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καγχάζω
1 εγγραφή
καγχάζω [kaŋxázo] Ρ2.1α : γελώ δυνατά και κάπως προσποιητά, όταν αναφέρομαι σε κπ. ή σε κτ. περιφρονητικά, όταν θέλω να τον χλευάσω: Kάγχασαν όταν άκουσαν τις απόψεις του. Άκου τι λέει, ας καγχάσω!

[λόγ. < ελνστ. καγχάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες