Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καγκελαρία
1 εγγραφή
καγκελαρία η [kangelaría] Ο25 : 1.η επίσημη κατοικία του καγκελάριου. 2. το αξίωμα του καγκελάριου: Kατείχε την ~ για πολλά χρόνια.

[λόγ. καγκελάρ(ιος) -ία απόδ. γερμ. Kanzlei]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες