Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καγκελάριος
1 εγγραφή
καγκελάριος ο [kangelários] Ο20α : ο τίτλος του πρωθυπουργού στη Γερμανία και στην Aυστρία.

[λόγ. < μσν. καγκελάριος `ανώτερος υπάλληλος που κοινοποιούσε τις διαταγές από καγκελόφραχτη εξέδρα΄ < υστλατ. cancellarius σημδ. γερμ. Kanzler (στη νέα σημ.) < υστλατ. cancellarius (δες και κάγκελο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες