Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καβαλίνα
1 εγγραφή
καβαλίνα η [kavalína] Ο25α : περίττωμα κυρίως αλόγου ή άλλου υποζυγίου.

[μσν. καβαλλίνα (ορθογρ. απλοπ.) < υστλατ. *caballina (πρβ. ιταλ. cavallina, υστλατ. stercus caballinus)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες