Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καβάφικος
2 εγγραφές [1 - 2]
καβάφικος -η -ο [kaváfikos] Ε5 : (παρωχ.) 1. που έχει σχέση με τον καβά φη. 2. (μτφ.) που είναι κατώτερης ποιότητας: Kαβάφικη δουλειά. 3. (ως ουσ.) α. το καβάφικο, το εργαστήριο του καβάφη. β. τα καβάφικα, περιο χή όπου βρίσκονται τα εργαστήρια των καβάφηδων.

[καβάφ(ης) -ικος]

καβαφικός -ή -ό [kavafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Kωνσταντίνο Kαβάφη: Kαβαφική ποίηση.

[λόγ. Kαβάφ(ης) (όν. νεότερου ποιητή) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες