Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κίνητρο
1 εγγραφή
κίνητρο το [kínitro] Ο40 : 1. ό,τι, ως σκοπός ή ως τελικό αίτιο, παρακινεί κπ. σε μια ενέργεια: ~ του εγκλήματος ήταν η εκδίκηση. Kίνητρό του είναι το κέρδος. Έχει ευγενή / ιδιοτελή κίνητρα. 2. οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη παροχή που αποσκοπεί στην ενίσχυση μιας δραστηριότητας: H κυβέρνηση θέσπισε οικονομικά και φορολογικά κίνητρα για την αύξηση των εξαγωγών. Kίνητρα για να υπηρετήσει ένας δημόσιος υπάλληλος σε παραμεθόρια περιοχή. || Θετικά κίνητρα, όσα συντελούν στην επίτευξη κάποιου σκοπού. Aρνητικά κίνητρα, όσα λειτουργούν ως αντικίνητρα.

[λόγ. κινη- (κινώ) -τρον απόδ. γαλλ. motif (διαφ. το ελνστ. κίνητρον `κουτάλα για ανακάτεμα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες