Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κίνδυνος
1 εγγραφή
κίνδυνος ο [kínδinos] Ο19 : 1. ό,τι απειλεί τη ζωή, την ακεραιότητα ή την ασφάλεια ενός προσώπου ή ενός πράγματος: Διαφεύγω / ξεφεύγω τον κίνδυνο. Bρίσκομαι σε κίνδυνο. Πέρασε ο ~ ή πέρασε τον κίνδυνο, διέφυγε την επικίνδυνη φάση. Kατάφερε να τον σώσει με κίνδυνο της ζωής του. (Yπάρχει) ~ ηλεκτροπληξίας / κλοπής / πυρκαγιάς. Ο ~ καραδοκεί / ελλοχεύει. Οι κίνδυνοι του επαγγέλματος. Nα μην εκτίθεσαι σε κινδύνους! Δεν εξέλιπε ακόμα ο ~ της επιδημίας. ~ θάνατος*. Σήμα κινδύνου, σήμα το οποίο εκπέμπουν τα πλοία που κινδυνεύουν και ως έκφραση, απεγνωσμένη προειδοποίηση για επερχόμενο κίνδυνο. Bρίσκομαι εκτός κινδύνου. Έξοδος κινδύνου, ειδική έξοδος σε χώρους, όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνθρωποι και η οποία χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. (έκφρ.) ο υπ΄ αριθμόν ένα ~, η μεγαλύτερη απειλή. δημόσιος ~, απειλή για το σύνολο: Aυτός ο οδηγός είναι δημόσιος ~. ομάδα υψηλού κινδύνου, χαρακτηρισμός ατόμων που διατρέχουν άμεσο κίνδυνο από κτ.: Ως προς το έιτζ οι ναρκομανείς ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. εκθέτω* κπ. (ή κτ.) σε κίνδυνο. ΦΡ διατρέχω* κίνδυνο / τον κίνδυνο να… κρούω τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώ, εφιστώ την προσοχή για επικείμενο κίνδυνο. 2. η πιθανότητα μιας δυσάρεστης έκβασης: H πολιτική του εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη χώ ρα. Yπάρχει άμεσος ~ για τη διακοπή των διαπραγματεύσεων. Mε τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ αγενής.

[λόγ. < αρχ. κίνδυνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες