Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κίβδηλος -η -ο [kívδilos] Ε5 : 1. για νόμισμα που είναι παραχαραγμένο· πλαστός. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο ανειλικρινή, που δίνει μια πλαστή εικόνα του εαυτού του. β. για κτ. που δεν είναι γνήσιο, αληθινό: Kίβδηλες αξίες.
[λόγ. < αρχ. κίβδηλος]