Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κήρυκας
1 εγγραφή
κήρυκας ο [kírikas] Ο5 : 1α. αυτός που αναγγέλλει κτ. μεγαλόφωνα. β. ο αγγελιαφόρος. || ~ του Λόγου του Θεού, ιεροκήρυκας. 2. αυτός που επιδιώκει τη διάδοση ορισμένων ιδεολογικών ή κοσμοθεωρητικών απόψεων: ~ του σοσιαλισμού / της αθεΐας / της ελευθερίας. Διαπρύσιος* ~.

[λόγ.: 1: αρχ. κῆρυξ, αιτ. -υκα· 2: σημδ. γαλλ. héraut]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες