Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κήνσορας
1 εγγραφή
κήνσορας ο [kínsoras] Ο5 : ΣYN τιμητής. 1. αξιωματούχος στην αρχαία Ρώμη, που είχε ως έργο να εκτιμά την περιουσία και να ελέγχει τα ήθη των πολιτών. 2. (μτφ.) άνθρωπος που κρίνει και επικρίνει τις γνώμες και τις πράξεις των άλλων: Kήνσορες της δημόσιας ζωής.

[λόγ. < ελνστ. κήνσωρ, αιτ. -ορα < λατ. censor]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες