Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κέρας το [kéras] Ο51 : (λόγ.) 1. το κέρατο, στη ΦΡ το ~ της Aμαλθείας*. 2. για διάφορα αντικείμενα που μοιάζουν με κέρατο. α. ακουστικό ~, παλαιός τύπος ακουστικού βαρηκοΐας. β. (μουσ.) πνευστό μουσικό όργανο· το κόρνο. || (παρωχ.): Kυνηγετικό ~.
[λόγ. < αρχ. κέρας]
- κερασένιος -α -ο [kerasé
os] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από ξύλο κερασιάς. 2. που μοιάζει στο χρώμα με κεράσι: Kερασένια χείλη. [κεράσ(ι) -ένιος]
- κεράσι το [kerási] Ο44 : ο καρπός της κερασιάς· μικρό σφαιρικό σαρκώδες φρούτο με λεία, γυαλιστερή, κόκκινη φλούδα και σάρκα τραγανή, γλυκιά και αρωματική, που ωριμάζει την άνοιξη: Mαρμελάδα ~. Xείλη σαν ~, κόκκινα και σαρκώδη. ΠAΡ Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι, να είσαι επιφυλακτικός στα μεγάλα λόγια, στις μεγάλες υποσχέσεις.
κερασάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κεράσι. ΦΡ το ~ της τούρτας / της υπόθεσης, για κτ. περιττό, που θα μπορούσε να λείπει. 2. γλυκό του κουταλιού από κεράσια. [μσν. κεράσι(ν) < ελνστ. κεράσιον]
- κερασιά η [keras
á] Ο24 : οπωροφόρο φυλλοβόλο δέντρο με λευκά άνθη, καρπός του οποίου είναι το κεράσι: Kάτω από τις ανθισμένες κερασιές. || το ξύλο της κερασιάς: Tραπεζάκι από ~. [μσν. *κερασιά (πρβ. μσν. κερασά) < ελνστ. κερασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κέρασος ὁ (ανατολ. προέλ.)]
- κέρασμα το [kérazma] Ο49 : 1α. προσφορά ποτού ή γλυκίσματος από τον οικοδεσπότη στον επισκέπτη. β. πληρωμή του λογαριασμού ενός φίλου ή όλης της συντροφιάς σε εστιατόριο, ζαχαροπλαστείο, μπαρ κτλ.: Mόλις πληρώθηκε άρχισε τα κεράσματα. Δε δέχομαι να πληρώσεις· είναι ~. 2. καθένα από τα μικρά γλυκά που προσφέρονται ως κέρασμα και που τρώγονται συνήθ. με το χέρι.
[αρχ. κέρασμα `ανάμειξη κρασιού με νερό΄ κατά την αλλ. της σημ. του κερνώ]
- κεραστής ο [kerastís] Ο7 : (λογοτ.) αυτός που προσφέρει κυρίως τα ποτά σε γιορτή ή συγκέντρωση.
[ελνστ. κεραστής]
- κερασφόρος -ος / -α -ο [kerasfóros] Ε14 : α. για ζώο που έχει κέρατα. β. (μτφ., ειρ.) ο απατημένος σύζυγος.
[λόγ.: α: αρχ. κερασφόρος· β: ελνστ. σημ., κατά τη φρ. κέρατα ποιεῖν τινι (για γυναίκα που απατά τον άντρα της)]
- κερατο- 2 & (λόγ.) κερασ- [
eras] : (λόγ., επιστ.) το ουσ. κέρατο ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: ~φάγος, ~φόρος. || κερασφόρος. [λόγ. < αρχ. κερατο- θ. του ουσ. κέρας (δες στο κέρατο) ως α' συνθ.: αρχ. κερατο-φόρος· λόγ. < αρχ. κερασ- θ. του ουσ. κέρας: αρχ. κερασ-φόρος]