Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάψιμο το [kápsimo] Ο50 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καίω: Tο ~ του χωριού από τους Γερμανούς. Tο ~ των σκουπιδιών / των μυστικών αρ χείων. Είχε ~ στο χέρι. 2α. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος, όταν μέρος του σώματός του έρχεται σε επαφή με τη φωτιά ή με καυστική ουσία: Ξαφνικά ένιωσα ένα δυνατό ~ στο χέρι από το τσιγάρο που κρατούσε ο διπλανός μου. Είναι πολύ οδυνηρό το ~ από ακουαφόρτε. || το σημάδι που αφήνει το έγκαυμα: Είχε ένα ~ στο χέρι. β. (μτφ.) ερεθισμός που θυμίζει κάψιμο: Nιώθω ένα ~ στα μάτια / στο στομάχι / στο στόμα.
[καψ- (καίω) -ιμο]