Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάτωχρος -η -ο [kátoxros] Ε5 : πάρα πολύ ωχρός, κατάχλωμος, κατακίτρινος, συνήθ. ως εκδήλωση ψυχικής ταραχής: Mόλις άκουσε τα νέα έγινε ~. Έγινε ~ από το φόβο του.
[λόγ. κατ(α)- + ωχρός κατά το ελνστ. ρ. κατωχριῶ `χλωμιάζω πολύ΄]