Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάρο το [káro] Ο39 : 1α. φορτηγό αμάξι με τέσσερις συνήθ. τροχούς. || καρότσι1. β. (ειρ.) για οποιοδήποτε σύγχρονο χερσαίο μεταφορικό μέσο που είναι βραδυκίνητο και σε κακή κατάσταση. 2. (μτφ., λαϊκ.) μειωτικός χαρακτηρισμός κακοφτιαγμένης γυναίκας: Tι ~ είναι αυτό!
[ελνστ. κάρρον (ορθογρ. απλοπ.) < λατ. carr(um) -ον & ιταλ. carro (< λατ. carrum)]
- καρό το [karó] Ο (άκλ.) οικ. πληθ. και καρά στη σημ. 2 : 1. τετράγωνο ή ρομβδοειδές διακοσμητικό σχέδιο σε ύφασμα, σε χαρτί ή σε οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια: Φούστα με κόκκινα ~. || (ως επίθ.) που είναι διακοσμημένος με τετράγωνα ή με ρόμβους: ~ πουκάμισο / φούστα / τραπεζομάντιλο. 2. η μία από τις τέσσερις σειρές των φύλλων της τράπουλας που έχει ως διακριτικό γνώρισμα τον κόκκινο ρόμβο: Δέκα ~. Είναι σαν τρίο* ~.
καροδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. καρουδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [λόγ. < γαλλ. carreau· καρ(ό) -ουδάκι και -οδάκι κατά το καρό]
- καρόδρομος ο [karóδromos] Ο20 : χωματόδρομος αρκετά ανώμαλος, κατάλληλος μόνο για κάρα. || (ειρ.) για δρόμο σε πολύ κακή κατάσταση.
[κάρ(ο) -ο- + δρόμος]
- καρολίνα η [karolína] Ο25 : ποικιλία ρυζιού.
[ίσως ιταλ. carolina < αγγλ. ρύζι από την πολιτεία Caroline]
- καροσερί η [karoserí] Ο (άκλ.) : αμάξωμα αυτοκινήτου.
[λόγ. < γαλλ. carrosserie]
- καροτίνη η [karotíni] Ο30 : πορτοκαλόχρωμη χρωστική ουσία που βρίσκεται κυρίως στο καρότο· προβιταμίνη A.
[λόγ. < γερμ. Karotin < Karot `καρότο΄ -in = -ίνη]
- καρότο το [karóto] Ο39 : I. μονοετές ή διετές φυτό που καλλιεργείται για τις ρίζες του οι οποίες είναι σαρκώδεις και έχουν σχήμα ατρακτοειδές ή κυλινδρικό και χρώμα πορτοκαλί σκούρο ή ανοιχτό. (έκφρ.) η πολιτική / η μέθοδος του καρότου και του ραβδιού, η χρησιμοποίηση εναλλάξ δελεαστικών μέσων και απειλών. II. δείγμα εδάφους που το παίρνουν με γεώτρηση και που έχει κυλινδρικό σχήμα.
[I: μσν. *καρότο < ελνστ. καρῶτα (θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) αντδ. < λατ. carota < ελνστ. καρωτόν· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. carotte (< ιταλ. < λατ. carota)]
- καρότσα η [karótsa] Ο25α : 1. αμάξωμα φορτηγού κυρίως αυτοκινήτου. || (ειδικότ.) το τμήμα του αμαξώματος όπου τοποθετείται το φορτίο. 2. (παρωχ.) τετράτροχη άμαξα που τη σέρνουν άλογα, για τη μεταφορά κυρίως ανθρώπων.
[ιταλ. carrozza (στη σημ. 2)]
- καρότσι το [karótsi] Ο44 : 1. μικρό αμάξι που το σπρώχνουν με τα χέρια, κατάλληλο για μικρές μεταφορές. 2. τετράτροχο αμαξάκι, με ειδική χειρολαβή και συνήθ. με κουκούλα, για μωρά ή για πολύ μικρά παιδιά· καροτσάκι2: Για το δεύτερο παιδί τους αγόρασαν καινούριο ~.
καροτσάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό καρότσι1: Πήγε να ψωνίσει με το ~. Πλανόδιοι πουλούν το εμπόρευμά τους στα καροτσάκια. ΦΡ τον έκανε / τον έβγαλε ~, τον έδιωξε κακήν κακώς. 2. τετράτροχο αμαξάκι, με ειδική χειρολαβή και συνήθ. με κουκούλα, για μωρά ή για πολύ μικρά παιδιά· παιδικό καροτσάκι: Πηγαίνω το παιδί περίπατο με το ~. ~ για τις κούκλες. || Aναπηρικό ~, αναπηρική καρέκλα. [καρότσ(α) υποκορ. -ι]
- καροτσιέρης ο [karotsxéris] & καροτσέρης ο [karotséris] Ο11 : επαγγελματίας οδηγός επιβατικού κάρου ή άμαξας.
[ιταλ. carrozzier(e) -ης· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]