Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάργια
2 εγγραφές [1 - 2]
κάργα [kárγa] επίρρ. : (οικ.) 1. για να δηλώσουμε ότι κτ. είναι εντελώς και υπερβολικά γεμάτο· φίσκα, τίγκα: Γέμισα ~ τη βαλίτσα. Έσερνε ένα κάρο ~ φορτωμένο. || κτ. είναι ~, είναι γεμάτο, ξέχειλο: Tο λεωφορείο / ο τενεκές είναι ~. (έκφρ.) είμαι ~, έφαγα υπερβολικά. (πειραχτικά) είναι ~ ερωτευμένος, πάρα πολύ. 2α. πολύ σφιχτά: Tο έδεσε ~ το σκοινί. β. για κτ. πολύ τεντωμένο: Tα πανιά του πλοίου ήταν ~ φουσκωμένα. || (ναυτ.) ~ τα κουπιά, πρόσταγμα για πολύ γρήγορη κωπηλασία.

[βεν. carga `φορτίο, γεμάτο΄]

κάργα η [kárγa] & κάργια η [kárja] Ο25α : 1. πουλί με μαύρο φτέρωμα και άγρια φωνή, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια· καλιακούδα. 2. (μτφ., υβρ.) για γυναίκα άσκημη και κακιά: Φύγε από δω μωρή κάργια.

[μσν. κάργα < τουρκ. karga· μεταπλ. [ja] με βάση τον πληθ. κάργες και νέος εν. κάργια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες