Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάργας
1 εγγραφή
κάργας ο [kárγas] Ο3 : (ειρ.) ο ψευτοπαλικαράς, κυρίως στην έκφραση (μου) κάνει τον κάργα, παριστάνει το παλικάρι, κάνει τον νταή: Mη μου κάνεις εμένα τον κάργα, γιατί δε με ξέρεις. Πολύ τον κάργα μάς κάνει.

[κάργα -ς “βαρύς”]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες