Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάρα
67 εγγραφές [1 - 10]
κάρα η [kára] Ο25 : κεφαλή ή κρανίο ιερού λειψάνου: Έγινε λιτάνευση της κάρας του πολιούχου της πόλεως.

[λόγ. < ελνστ. ἡ κάρα (αρχ. τό κάρα, ἡ κάρη)]

καρα- [kara] & καρά- [kará], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά. 1. (μειωτ.) επιτείνει την αρνητική έννοια που μπορεί να έχει το β' συνθετικό: καράγυφτος, καράβλαχος. || (υβρ.) ~πουτάνα. 2. (παρωχ.) σε προσδιοριστικά σύνθετα δηλώνει ότι είναι μαύρο αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~μπογιά.

[τουρκ. α' συνθ. kara- `μαύρος, μεγάλος, δυσάρεστος΄ (δες και καράς) ως α' συνθ.: karabiber `μαύρο πιπέρι΄, karabelâ `μεγάλος μπελάς΄, karahaber `μαντάτο για θάνατο΄]

καραβάν το [karaván] Ο (άκλ.) : τύπος επιβατικού αυτοκινήτου με μεγάλο χώρο για αποσκευές, πίσω από τα καθίσματα. || (ως επίθ.): Aυτοκίνητο ~.

[λόγ. < γαλλ. caravane < αγγλ. caravan (δες στο καραβάνι)]

καραβάνα η [karavána] Ο25 : μεταλλικό σκεύος με λαβή, που χρησιμοποιείται για το συσσίτιο των στρατιωτών. ΦΡ λόγια της καραβάνας, λόγια χωρίς σοβαρότητα και σπουδαιότητα, ανοησίες, αερολογίες. παλιά ~, χαρακτηρισμός ανθρώπου με μακροχρόνια πείρα, που συχνά μένει προσηλωμένος σε παλαιά συστήματα και μεθόδους.

[παλ. ιταλ. caravana ( [-ravá-] ) `υπηρεσία του νεοσύλλεκτου΄ (δες στο καραβάνι) με αλλ. της σημ. κατά το τουρκ. caravana ( [-ráva-] ) < ιταλ. caravana]

καραβανάς ο [karavanás] Ο1 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός αμόρφωτου και άξεστου αξιωματικού ή υπαξιωματικού ιδίως αυτού που δεν έχει φοιτήσει σε ανώτατη στρατιωτική σχολή: Παντρεύτηκε έναν καραβανά.

[καραβάν(α) -άς]

καραβάνι το [karaváni] Ο44 : 1. έμποροι και γενικότερα ταξιδιώτες που ταξίδευαν ομαδικά για λόγους ασφαλείας, σε ακατοίκητες περιοχές και σε ερήμους, με υποζύγια και κυρίως με καμήλες: Οδηγός καραβανιού. Kαραβάνια προσκυνητών / νομάδων διασχίζουν τη Σαχάρα. 2. για να χαρακτηρίσουμε, κάπως μειωτικά ή ειρωνικά, μετακινήσεις, συνήθ. τουριστών, κατά μεγάλες ομάδες: Έφτασαν τα πρώτα καραβάνια των ξένων με τρένα, με πλοία και με αεροπλάνα.

[μσν. καραβάνι < περσ. kārwān ή μέσω του γαλλ. caravane & του παλ. ιταλ. caravana]

καραβανσαράι το [karavánsarái] & καραβανσεράι το [karavánserái] Ο45 : 1. κατάλυμα για τους ταξιδιώτες και για τα υποζύγια των καραβανιών. 2. (μειωτ.) κτίριο αχανές και ακαλαίσθητο.

[τουρκ. kervansaray με ετυμολογική επίδρ. του καραβάνι· κατά το σαράι > σεράι]

καραβέλα η [karavéla] Ο25 : I. τύπος ιστιοφόρου, συνήθ. τρικάταρτου πλοίου, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τους Πορτογάλους και τους Iσπανούς θαλασσοπόρους, το 15ο και 16ο αι. II. τύπος παλαιότερου επιβατικού αεροπλάνου.

[I: αντδ. < ιταλ. caravella < πορτογαλ. caravela υποκορ. του caravo < υστλατ. carabus `καλαμένιο σκάφος σκεπασμένο με δέρματα΄ < ελνστ. κάραβος (δες στο καράβι)· II: λόγ. < γαλλ. caravelle < ιταλ.(;) caravella]

καράβι το [karávi] Ο44 : μεγάλο, αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, κοίλο και μακρόστενο, που πλαταίνει στο μέσο και στενεύει στα άκρα και που είναι κατάλληλο για τη μεταφορά ανθρώπων και φορτίων· πλοίο: Επιβατικό / εμπορικό / πολεμικό ~. ~ με ιστία / με ατμομηχανή. Πυρηνοκίνητο ~. H πλώρη / πρώρα και η πρύμη / πρύμνη του καραβιού. Tο ~ ρίχνει άγκυρα / σαλπάρει. Tο ~ κατέπλευσε (στο λιμάνι) / απέπλευσε (από το λιμάνι). Tο ~ βυθίστηκε / βούλιαξε / ναυάγησε. Ο καπετάνιος / οι ναύτες του καραβιού. Έχει καράβια, είναι εφοπλιστής, πλοιοκτήτης. Ρίχνω έξω το ~ / το ~ πέφτει έξω, για ναυάγιο κοντά στις ακτές και ως έκφραση καταστρέφομαι οικονομικά, ρίχνω έξω μια επιχείρηση. ΦΡ έπεσαν έξω / βούλιαξαν τα καράβια σου;, ειρωνικά, σε κπ. που είναι κακόκεφος συνήθ. χωρίς κάποια συγκεκριμένη αιτία. ΠAΡ Mεγάλο ~, μεγάλες φουρτούνες, για να δηλώσουμε ότι κάθε μεγάλο έργο συνεπάγεται μεγάλες δυσκολίες. (έκφρ.) αργοκίνητο* ~. || ως χαρακτηρισμός ενός οργανωμένου συνόλου: Εγκαταλείπουν το ~ που είναι έτοιμο να βυθιστεί, εγκαταλείπουν έναν πολιτικό χώρο, μια οικονομική επιχείρηση κτλ., διαχωρίζουν τη θέση τους από αυτά σε δύσκολες στιγμές ή σε κάποια αποφασιστική στιγμή. Tο ~ που λέγεται κράτος βουλιάζει. ΠAΡ Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν, για κπ. που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, ενώ υπάρχουν άλλα σπουδαιότερα. καραβάκι το YΠΟKΟΡ 1. καράβι μικρής χωρητικότητας. 2. ομοίωμα καραβιού σε μικρογραφία: Tα παιδιά παίζουν με τα καραβάκια τους. Έψαλαν τα κάλαντα κρατώντας το παραδοσιακό ~. Aντί για χριστουγεννιάτικο δέντρο στόλισε ~.

[μσν. καράβι(ο)ν < ελνστ. καράβιον `ελαφρύ σκάφος΄ (σύγκρ. καραβίδα)]

καραβιά η [karavjá] Ο24 : (οικ.) η συνολική ποσότητα πραγμάτων ή ο συνολικός αριθμός ατόμων, που μπορεί να μεταφέρει ένα καράβι σε μία διαδρομή: Φόρτωσε μια ~ τσιμέντο. || (έκφρ.) καραβιές καραβιές, για να δηλώσουμε τον πολύ μεγάλο αριθμό: Οι πρόσφυγες έφταναν καραβιές καραβιές στον Πειραιά.

[καράβ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες