Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάπνισμα 1 το [kápnizma] Ο49 : η ενέργεια του καπνίζω 1. 1. εκπομπή καπνού από ύλη που καίγεται: Tο ~ της καμινάδας. Tο ~ της σόμπας, η κα κή λειτουργία του συστήματος εξαγωγής καπνού. 2α. έκθεση στην επίδραση του καπνού: Tο ~ της ρέγγας / του χοιρινού κρέατος, ως μέθοδος διατήρησης τροφίμων. || μέθοδος που χρησιμοποιούν οι μελισσοκόμοι για να ζαλίζουν τις μέλισσες και να τις κάνουν ακίνδυνες. β. το μουντζούρωμα, το μαύρισμα από τον καπνό.
[καπνισ- (καπνίζω) 1 -μα (διαφ. το ελνστ. κάπνισμα `θυμίαμα΄)]
- κάπνισμα 2 το : η ενέργεια του καπνίζω 2: Tο ~ του τσιγάρου. Aπαγορεύεται το ~ στους δημόσιους χώρους. Ο γιατρός τού απαγόρευσε το ~. Προσπαθεί να κόψει το ~, το τσιγάρο.
[καπνισ- (καπνίζω) 2 -μα (διαφ. το ελνστ. κάπνισμα `θυμίαμα΄)]