Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κάπνα
2 items total [1 - 2]
κάπνα η [kápna] Ο25α : 1. καπνός 1: Mας έπνιξε η ~. 2. καπνιά: Mαύρισαν όλα από την ~.

[καπν(ίζω) 1 (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το αρχ. κάπνη `καπνοδόχος΄)]

καπναποθήκη η [kapnapoθíki] Ο30 : αποθήκη για καπνά.

[λόγ. κα πν(ο)- 2 + αποθήκη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go