Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάνιστρο
1 εγγραφή
κάνιστρο το [kánistro] Ο42 : 1. πλατύ και άβαθο καλάθι· πανέρι: Kοπέλες κρατούσαν κάνιστρα με λουλούδια. 2. εξάρτημα ανυψωτικού μηχανήματος, όπου τοποθετούνται τα υλικά που μεταφέρονται.

[λόγ. < αρχ. κάνιστρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες