Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάμωμα το [kámoma] Ο49 : 1. (κυρ. πληθ.) συμπεριφορά προσποιητή. α. συμπεριφορά ενοχλητική ή παράξενη που προκαλεί την προσοχή και συνήθ. την αντίδραση των άλλων: Ο κόσμος γελάει με τα καμώματά του. β. συμπεριφορά κυρίως γυναίκας, που θέλει να προκαλέσει το ανδρικό ενδιαφέρον· νάζια: Tον τρέλανε με τα καμώματά της. 2. (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κάνω, το φτιάξιμο. ΠAΡ Tης νύχτας* τα καμώ ματα τα βλέπει η μέρα και γελά.
[μσν. κάμωμα < καμώ(νω δες καμώνομαι) -μα]
- καμωματού η [kamomatú] Ο37 : (οικ.) γυναίκα που, με την κάπως προσποιητή αλλά χαριτωμένη συμπεριφορά της, προκαλεί το ανδρικό συνήθ. ενδιαφέρον· ναζιάρα.
[καμωματ- (κάμωμα) -ού]