Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάμψη
1 εγγραφή
κάμψη η [kámpsi] Ο31 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κάμπτω. 1. λύγισμα. α. απόκλιση ενός μέλους του σώματος ή της σπονδυλικής στήλης από την ευθεία, έτσι ώστε να σχηματίζει γωνία: H ~ των γονάτων / των χεριών / του σώματος. β. (μηχ.) ελαστική ή πλαστική παραμόρφωση ενός επιμήκους σώματος υπό την επίδραση κάθετων δυνάμεων: ~ ελάσματος / σωλήνα / ξύλου. 1. μείωση της έντασης με την οποία λειτουργεί κτ. ή με την οποία παρουσιάζεται κτ.: Kαρδιακή ~. ~ των νοητικών λειτουργιών. α2. αριθμητική μείωση, πτώση: ~ του τουριστικού ρεύματος / των τιμών / των πωλήσεων. ANT άνοδος. β. διάθεση συμβιβασμού· υποχώρηση: Παρατηρείται κάποια ~ της κυβερνητικής αδιαλλαξίας.

[λόγ.: 1α: αρχ. κάμψις `λύγισμα΄ (-σις > -ση)· 1β: σημδ. γαλλ. flexion· 2: σημδ. γαλλ. flechissement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες