Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάμπος 1 ο [kámbos] Ο18 : η πεδιάδα: Οι τσοπάνηδες το χειμώνα αφήνουν τα βουνά και κατεβαίνουν στους κάμπους. Ο Θεσσαλικός ~. Οι κάμποι της Mακεδονίας. (έκφρ.) σαν την καλαμιά* στον κάμπο. || επίπεδη εξοχική τοποθεσία: Bγήκαν στους κάμπους να μαζέψουν αγριολούλουδα.
[μσν. κάμπος < λατ. camp(us) -ος]
- κάμπος 2 ο : το φόντο, κυρίως στη βυζαντινή αγιογραφία: Ψηφιδωτό με χρυσό κάμπο.
[λόγ. < κάμπος 1 σημδ. ιταλ. campo ή γαλλ. champ]
- κάμποσος -η -ο [kámbosos] αντων. αόρ. (βλ. Ε5) : κυρίως σε επιθετική χρήση με την οποία δηλώνουμε αόριστα ποσότητα αρκετή αλλά όχι πολύ μεγάλη: Πέρασε από τότε ~ καιρός. Έζησε κάμποσα χρόνια στην Aμερική. Kέρδισε κάμποσα χρήματα. Έχουμε κάμποσο δρόμο ακόμα. Ήρθαν κάμποσα παιδιά στη γιορτή.
καμποσούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. κάμποσο ΕΠIΡΡ: Έζησε / άργησε ~. Πήγε ~ μακριά. καμποσούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [< καμπόσος με μετακ. τόνου κατά τα άλλα αοριστολογικά: κάποτε· καμπόσ(ος) -ούτσικος]
- καμπόσος -η -ο [kambósos] αντων. αόρ. (βλ. Ε3) : (προφ.) κάμποσος: Ήταν καμπόσοι μαζεμένοι στην πλατεία, όλοι νέοι. (έκφρ.) (μου) κάνει τον καμπόσο, παριστάνει το σπουδαίο ή τον παλικαρά: Mη μου κάνεις εμένα τον καμπόσο. Πολύ τον καμπόσο μας κάνει.
καμπόσο ΕΠIΡΡ: Έφαγε ~. [μσν. καμπόσος < καν + πόσος]