Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάμπιγκ
1 εγγραφή
κάμπιγκ το [kámpiŋg] Ο (άκλ.) : 1. τρόπος παραθερισμού σε σκηνή ή σε τροχόσπιτο: Kάναμε ~ στην παραλία / στο βουνό. 2. υπαίθριος χώρος, συνήθ. με μόνιμες εγκαταστάσεις υγιεινής, όπου κατασκηνώνουν παραθεριστές: Λειτουργεί ~ στις ακτές του Θερμαϊκού.

[λόγ. < αγγλ. camping]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες