Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάμινος
1 εγγραφή
κάμινος η [káminos] Ο36 : (λόγ.) καμίνι.

[λόγ. < αρχ. κάμινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες