Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάμερα
3 εγγραφές [1 - 3]
κάμερα 1 η [kámera] Ο27α : μηχανή λήψεως τηλεοπτικών, κινηματογραφικών ή φωτογραφικών εικόνων: Οι τηλεοπτικές κάμερες αποτυπώνουν τα γεγονότα της επικαιρότητας. || για να δηλώσουμε τη δημοσιότητα που δίνει η τηλεόραση και ο κινηματογράφος: Nα σταθούν μπροστά στις κάμερες και να συζητήσουν ανοιχτά το θέμα.

[αντδ. < αγγλ. camera (στη νέα σημ.) < υστλατ. camera (δες στο κάμαρα)]

κάμερα 2 η : (λαϊκότρ.) κάμαρα.

[μσν. κάμερα αντδ. < λατ. camera, camara ( [ká-] ) < αρχ. καμάρα `θολωτό δωμάτιο΄]

καμεραμάν ο [kámeramán] Ο (άκλ.) : τεχνικός κινηματογράφου ή τηλεόρασης, χειριστής κάμερας· εικονολήπτης, οπερατέρ. || διευθυντής φωτογραφίας.

[λόγ. < αγγλ. cameraman]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες