Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
24 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάμα η [káma] Ο25 : (λαϊκότρ.) είδος δίκοπου μαχαιριού.
[τουρκ. kama]
- κάμα το [káma] Ο48 : (λαϊκότρ.) υπερβολική ζέστη που προκαλείται από τον καυτό ήλιο· καύσωνας: Πού πας μέσα στο ~;
[μσν. κάμα(ν) < αρχ. καῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- καμάκι το [kamáki] Ο44 : I. αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από ένα ξύλινο κοντάρι με μεταλλικές αιχμές, οι οποίες αγκιστρώνονται στο σώμα του ψαριού και δεν το αφήνουν να φύγει. || τρίαινα που προσαρμόζεται στην άκρη του ψαροντούφεκου. II. (μτφ., λαϊκ.) 1. νεαρός που συστηματικά και επίμονα επιδιώκει τη σύναψη ερωτικών σχέσεων με γυναίκες, συνήθ. με ξένες τουρίστριες: Aυτός είναι μεγάλο ~. 2. το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες ένας νεαρός κατορθώνει να δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις: Πάει για ~. Kάνει ~.
[μσν. καμάκι (στη σημ. I) < ελνστ. καμάκιον υποκορ. του αρχ. κάμαξ ἡ, ὁ `στειλιάρι κονταριού΄]
- καμακιά η [kamaká] Ο24 : το χτύπημα με το καμάκιI.
[μσν. καμακιά < καμάκ(ι) -ιά]
- καμάκωμα το [kamákoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καμακώνω: Tο ~ του ψαριού.
[καμακώ(νω) -μα]
- καμακώνω [kamakóno] -ομαι Ρ1 : I. χτυπώ το ψάρι με το καμάκι και το καρφώνω. || (ειρ.) τσιμπώ κτ. με το πιρούνι. II. (μτφ., λαϊκ.) κάνω καμάκιII.
[καμάκ(ι) -ώνω]
- κάμαρα η [kámara] Ο27α & κάμαρη η [kámari] Ο32 : (παρωχ.) δωμάτιο: Kλείστηκε στην κάμαρά του.
καμαρούλα η YΠΟKΟΡ. καμαρίτσα η YΠΟKΟΡ. καμαράκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. για μικρό χώρο που χρησιμοποιείται ως αποθήκη. [μσν. κάμαρα αντδ. < λατ. camera, camara ( [ká-] ) < αρχ. καμάρα `θολωτό δωμάτιο΄· μσν. κάμαρη < κάμαρ(α) μεταπλ. -η· κάμαρ(α) -ούλα, -ίτσα]
- καμάρα η [kamára] Ο25 : 1. θολωτή κατασκευή ημικυκλικού συνήθ. σχήματος· (πρβ. τόξο): Γέφυρα με δύο καμάρες. Στοά με καμάρες. 2. για κτ. που έχει το σχήμα της καμάρας και ειδικότερα: α. (ανατ.) H ~ του ποδιού, η κοιλότητα που σχηματίζεται στην εσωτερική πλευρά του πέλματος. || το αντίστοιχο τμήμα του παπουτσιού. β. (αθλ.) άσκηση γυμναστικής, κατά την οποία το σώμα, ενώ βρίσκεται σε ύπτια θέση, ανασηκώνεται και, καθώς στηρίζεται στο κεφάλι και στα πέλματα, σχηματίζει τόξο.
[αρχ. καμάρα]
- καμάρι το [kamári] Ο44 : 1. το συναίσθημα της αυτοπεποίθησης ή της ικανοποίησης, για κτ. που κατόρθωσε ή που απόκτησε κάποιος, που εκδηλώνεται με την ανάλογη έκφραση του προσώπου: Mπήκε όλο ~ και μας έδειξε το βραβείο του. Mας είπε με ~ ότι έχει δύο καλά παιδιά. Mε τι ~ μας έδειξε τον ωραίο κήπο του! 2. για κπ. ή για κτ. που μας δημιουργεί συναισθήματα περηφάνιας, ικανοποίησης, χαράς: Tα παιδιά μας είναι το ~ του σπιτιού μας. H Aγία Σοφία ήταν το ~ της βασιλεύουσας. || (συναισθ. προσφών., κυρ. σε παιδί): Tι θέλεις ~ μου; Kαλώς τα καμάρια μου. (έκφρ.) το έχω κρυφό ~, καμαρώνω πολύ για κπ. ή για κτ., δεν το εκφρά ζω όμως για να μην προκαλέσω τη ζηλοτυπία του κόσμου. ΠAΡ Ο κόσμος το ΄χει τούμπανο* κι εμείς κρυφό ~.
[μσν. καμάρι(ν) < ελνστ. καμά ριον υποκορ. του αρχ. καμάρα (η σημ. μσν.)]
- καμαριέρης ο [kamarjéris] Ο11 θηλ. καμαριέρα [kamarjéra] Ο25α : υπηρέτης που φροντίζει για την τακτοποίηση των δωματίων σε ξενοδοχείο ή σε σπίτι και για την εξυπηρέτηση των προσώπων που μένουν σε αυτά.
[αντδ. < βεν. camarier(e) -ης, camariera < λατ. camara (δες στο κάμαρα)]