Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάλπη
2 εγγραφές [1 - 2]
κάλπη η [kálpi] Ο30 : I1. κιβώτιο που έχει μια σχισμή στην επάνω πλευρά του, μέσα στην οποία οι εκλογείς ρίχνουν το ψηφοδέλτιο· ψηφοδόχος: Οι κάλπες μεταφέρθηκαν στα εκλογικά κέντρα και σφραγίστηκαν από την εφορευτική επιτροπή. 2. οι εκλογές. α. η διαδικασία της ψηφοφορίας: Οι πολίτες θα προσέλθουν στις κάλπες για να εκλέξουν τη νέα βουλή. Οι κάλπες ανοίγουν με την ανατολή και κλείνουν με τη δύση του ηλίου. (έκφρ.) στήνω ~, ετοιμάζω εκλογές: Σε λίγους μήνες θα στηθούν πάλι οι κάλπες. (έκφρ., παρωχ.) βάζω ~, θέτω υποψηφιότητα: Έβαλε ~ για βουλευτής. β. το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας: Θα δούμε τι θα βγάλει η ~. Οι κάλπες μάς επιφυλάσσουν πολλές εκπλήξεις. H ~ / οι κάλπες θα αναδείξουν τη νέα βουλή. II. αγγείο που το χρησιμοποιούσαν ως τεφροδόχο.

[λόγ.: ΙΙ: αρχ. κάλπη· Ι: ελνστ. σημ.]

κάλπης ο [kálpis] Ο11 : (λαϊκ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου υποκριτή, ψεύ τη, ανυπόληπτου.

[τουρκ. kalp -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες