Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάλαθος
4 εγγραφές [1 - 4]
κάλαθος ο [kálaθos] Ο19 : 1. (λόγ.) καλάθι: ~ αχρήστων, σκεύος από ψάθα ή από άλλο υλικό, που το τοποθετούν συνήθ. μέσα σε γραφεία για να πετούν άχρηστα χαρτιά. ΦΡ πετώ κτ. στον κάλαθο των αχρήστων / κτ. είναι για τον κάλαθο των αχρήστων, για κτ. άχρηστο, χωρίς καμιά αξία: Όλες τις μελέτες, αντί να τις εφαρμόσουν, τις πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων. Aυτό το βιβλίο είναι για τον κάλαθο των αχρήστων. 2. (αρχιτ.) το κύριο τμήμα του κορινθιακού κιονόκρανου, που μοιάζει με καλάθι.

[λόγ.: 2: αρχ. κάλαθος· 1: σημδ. γαλλ. corbeille]

καλαθόσφαιρα η [kalaθósfera] Ο27 : (αθλ.) καλαθοσφαίριση.

[λόγ. καλάθ(ι)2 -ο- + σφαίρα μτφρδ. αγγλ. basketball]

καλαθοσφαίριση η [kalaθosférisi] Ο33 : (αθλ.) παιχνίδι που παίζεται από δύο ομάδες, καθεμία από τις οποίες προσπαθεί να ρίξει με τα χέρια την μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας· μπάσκετ: Ελληνική Ομοσπονδία Kαλαθοσφαίρισης (ΕΟK). Aγώνες καλαθοσφαίρισης.

[λόγ. καλαθόσφαιρ(α) -ισις > -ιση κατά το αντισφαίρισις]

καλαθοσφαιριστής ο [kalaθosferistís] Ο7 θηλ. καλαθοσφαιρίστρια [ka laθosferístria] Ο27 : (αθλ.) επίσημη ονομασία του μπασκετμπολίστα.

[λόγ. καλαθοσφαίρισ(ις) -τής· λόγ. καλαθοσφαιρισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες