Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάκτος
1 εγγραφή
κάκτος ο [káktos] Ο18 : είδος φυτού που ανήκει στα κακτοειδή: Kαλλωπιστικός ~. Οι κάκτοι αναπτύσσονται συχνά σε μεγάλο ύψος. || γενική ονομασία κακτοειδών φυτών. κακτάκι το YΠΟKΟΡ: Tου αγόρασα ένα ~ για τη γιορτή του.

[λόγ. < νλατ. cactus (στη νέα σημ.) < λατ. cactus < αρχ. κάκτος `αγκαθωτή αγκινάρα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες