Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάκου
8 εγγραφές [1 - 8]
κάκου [káku] επίρρ. τροπ. : μόνο στη ΦΡ του ~, μάταια, χωρίς αποτέλεσμα: Tου ~ φώναζα, κανείς δε με άκουγε. Kάθε μέρα του λέω να προσέχει, αλλά του ~. Προσπάθησα να τον μεταπείσω· του ~.

[γεν. του επιθ. κακός υποχωρ. (σύγκρ. λάου)]

κακούργημα το [kakúrjima] Ο49 : 1. (νομ.) κάθε αθέμιτη πράξη που τιμωρείται με θανατική ποινή ή με κάθειρξη: Παραπέμπεται για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος. Ο φόνος εκ προμελέτης είναι ~. Εφετείο κακουργημάτων. 2. χαρακτηρισμός εγκληματικής πράξης: Σε έναν εμφύλιο πόλεμο διαπράττονται πολλά κακουργήματα.

[λόγ.: 2: αρχ. κακούργημα `έγκλημα΄· 1: σημδ. γαλλ. crime & γερμ. Verbrechen]

κακουργηματικός -ή -ό [kakurjimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το κακούργημα: Kακουργηματικές πράξεις.

[λόγ. κακουργηματ- (κακούργημα) -ικός]

κακουργία η [kakurjía] Ο25 : η ιδιότητα ή το έργο του κακούργου.

[λόγ. < αρχ. κακουργία]

κακουργιοδικείο το [kakurjioδikío] & κακουργοδικείο το [kakurγoδikío] Ο39 : δικαστήριο που δικάζει κακουργήματα: Mεικτό ~, που αποτελείται από τακτικούς δικαστές και από ενόρκους.

[λόγ. κακουργί(α), κακούργ(ος) -ο- + -δικείον]

κακουργιοδίκης ο [kakurjioδíkis] Ο10 θηλ. κακουργιοδίκης [kakurjioδíkis] : δικαστής σε κακουργιοδικείο.

[λόγ. κακουργιο(δικείον) -δίκης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

κακούργος -α -ο [kakúrγos] Ε4 : που τον χαρακτηρίζει η πολύ μεγάλη ψυχική σκληρότητα, η βαναυσότητα, η έλλειψη ανθρωπιάς: Kακούργα γυναίκα. Άνθρωπος με κακούργα ένστικτα. || (λαϊκ., επιφωνηματικά): Kακούργα κοινωνία*! || (ως ουσ.) ο κακούργος, θηλ. κακούργα, χαρακτηρισμός ανθρώπου που έχει διαπράξει μια εγκληματική πράξη ή που έχει δείξει πολύ μεγάλη σκληρότητα και κακία: Ο Xριστός σταυρώθηκε ανάμεσα σε δύο κακούργους. Tον έφαγε με την γκρίνια της η κακούργα.

[λόγ. < αρχ. κακοῦργος]

κακουχία η [kakuxía] Ο25 : 1. (συνήθ. πληθ.) πολύ μεγάλη σωματική ταλαιπωρία και στέρηση: Δεν άντεξε τις κακουχίες του πολέμου και πέθανε. 2. (ιατρ.) αίσθημα κόπωσης και διάχυτων ελαφρών πόνων, που συνοδεύει ορισμένες ασθένειες.

[λόγ. < ελνστ. κακουχία, αρχ. σημ.: `κακομεταχείριση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες