Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάθισμα
3 εγγραφές [1 - 3]
κάθισμα 1 το [káθizma] Ο49 : I1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κάθομαι ή του καθίζω: Πρόσεξε στο ~, να μη γλιστρήσεις, όταν πας να καθίσεις. Aπό το πολύ το ~ πόνεσε η μέση μου. Πάγκος που χρησιμοποιείται και για ~. || (γυμν.) βαθύ ~, άσκηση κατά την οποία ο ασκούμενος λυγίζει τελείως τα γόνατα και στηρίζεται με τα οπίσθια στις άκρες των ποδιών. || ο τρόπος με τον οποίο κάθεται κάποιος: Tο κάθισμά της είναι προκλητικό / άχαρο. 2. (οικ.) καθίζηση. α. για έδαφος, κτίσμα κτλ. β. (μτφ., για μεγέθη, τιμές) πτώση και σταθεροποίηση σε χαμηλά επίπεδα. 3. (ναυτ.) προσάραξη πλοίου ή τράβηγμα στα ρηχά για ασφάλεια. II. κατασκευή από ξύλο, μέταλλο ή άλλο κατάλληλο υλικό, όπου μπορεί να καθίσει κάποιος, π.χ. καρέκλα, πολυθρόνα, σκαμνί κτλ.: Tα καθίσματα του λεωφορείου / του θεάτρου / του εστιατορίου. Θα σου φέρω ένα ~ για να μη μένεις όρθιος. Mπροστινό / πίσω ~ αυτοκινήτου. || το επίπεδο τμήμα ενός καθίσματος, σε αντιδιαστολή προς τα πόδια, τη ράχη ή τα μπράτσα. καθισματάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II: Tο ειδικό ~ του μωρού τοποθετείται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.

[ελνστ. κάθισμα]

κάθισμα 2 το : (εκκλ.) τροπάριο το οποίο, όσο διαβάζεται ή ψάλλεται, οι πιστοί επιτρέπεται να το παρακολουθούν καθιστοί.

[λόγ. < μσν. κάθισμα (στη νέα σημ.) < ελνστ. κάθισμα (δες κάθισμα 1), επειδή κατά το ψάλσιμό του το εκκλησίασμα επιτρέπεται να καθίσει]

κάθισμα 3 το : μικρή καλύβα για ένα μόνο μοναχό.

[λόγ. < μσν.(;) κάθισμα < ελνστ. κάθισμα (δες κάθισμα 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες