Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάδη
2 εγγραφές [1 - 2]
κάδη η [káδi] Ο30α : μεγάλο ξύλινο δοχείο: α. όπου χτυπούν το γάλα για να γίνει βούτυρο. β. όπου πατούν τα σταφύλια.

[ίσως < πληθ. οι κάδοι του κάδος που θεωρήθηκε θηλ. εν. από την ομόηχη κατάλ. και το άρθρο [i káδi] ]

καδής ο [kaδís] & κατής ο [katís] Ο8 : Tούρκος δικαστής που δίκαζε με βάση το μουσουλμανικό δίκαιο.

[μσν. καδής < αραβ. qadī -ς· τουρκ. kadι (από τα αραβ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες