Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάβουρας
1 εγγραφή
κάβουρας ο [kávuras] Ο5 πληθ. και κάβουροι θηλ. καβουρίνα [kavurína] Ο26 : 1.μαλακόστρακο της τάξης των δεκαπόδων, με σχήμα πολυγωνικό ή στρογγυλό, του οποίου το πρώτο ζεύγος των ποδιών καταλήγει σε δαγκάνες· χαρακτηρίζεται από την ικανότητα που έχει να κινείται με την ίδια ευχέρεια εμπρός, πίσω και κυρίως πλάγια· καβούρι: Περπατάει σαν ~ / σαν τον κάβουρα, λοξά ή πλάγια. ΦΡ κάποιος / κτ. πηγαίνει σαν τον κάβουρα, για κπ. που εργάζεται με πολύ βραδύ ρυθμό ή για έργο που προχωρεί πολύ αργά. τι είν΄ ο ~, τι είναι το ζουμί του, για κτ. που υπάρχει σε πολύ μικρή ποσότητα ή που έχει πολύ μικρή αξία, ώστε να μην μπορεί κάποιος να το εκμεταλλευτεί. εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα, όταν ζητούμε από κπ. να αποδείξει έμπρακτα ότι είναι ικανός για κτ. δύσκολο. τι θες καημένε κάβουρα, να περπατάς στα κάρβου να;, παραίνεση σε κπ. να αποφεύγει τις κακοτοπιές. 2. για κτ. που μοιάζει στο σχήμα ή στην κίνηση με τον κάβουρα. α. σωληνοκάβουρας. β. είδος πλέξης που προχωρεί από αριστερά προς τα δεξιά. καβουράκι το YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. κάραβος `καραβίδα΄ > μσν. *κάβαρος με αντιμετάθ. [r-v > v-r] > μσν. κάβουρ(ος) με τροπή [a > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και μεταπλ. -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες