Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιχθυολογικός -ή -ό [ixθiolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ιχθυολογία: Iχθυολογικές μελέτες / έρευνες. Iχθυολογικό εργαστήριο. ~ σταθμός.
[λόγ. < γαλλ. ichtyologique < ichtyolog(ie) = ιχθυολογ(ία) -ique = -ικός]