Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιτιά
1 εγγραφή
ιτιά η [itxá] Ο24 : είδος δέντρου με μαλακά και ευλύγιστα κλαδιά, που ευδοκιμεί σε υγρούς τόπους.

[μσν. *ιτιά (πρβ. μσν. ετιά) < αρχ. ἰτέα, με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες