Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ισότοπο το [isótopo] Ο40 : (φυσ.) στοιχείο που έχει τον ίδιο ατομικό αριθμό με άλλα και, κατά συνέπεια, την ίδια θέση στο περιοδικό σύστημα κατάταξης, αλλά διαφέρει στη μάζα του πυρήνα του (στις φυσικές ιδιότητες, πυκνότητα, ταχύτητα διαπίδυσης κτλ.): Φυσικά / τεχνητά ισότοπα. Ραδιενεργά ισότοπα, ραδιοϊσότοπα.
[λόγ. < διεθ. iso- = ισο- + tope < αρχ. τόπ(ος) -ον]



