Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισόκωλο
1 εγγραφή
ισόκωλο το [isókolo] Ο40 : ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο μία περίοδος αποτελείται από προτάσεις που έχουν ίσο αριθμό συλλαβών ή λέξεων· πάρισο.

[λόγ. < ελνστ. ἰσόκωλον ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἰσόκωλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες