Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισόθερμος
1 εγγραφή
ισόθερμος -η -ο [isóθermos] Ε5 : α. αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία με κπ. άλλο. β. ισόθερμη καμπύλη, καμπύλη μετεωρολογικού χάρτη που ενώνει τόπους με την ίδια μέση θερμοκρασία.

[λόγ. < γαλλ. isotherme < iso- = ισο- + -therme < αρχ. θερμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες