Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισχυροποιώ
1 εγγραφή
ισχυροποιώ [isxiropió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. ισχυρό· ενισχύω, σταθεροποιώ: ~ τη θέση μου. Για να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τη θέση του, δε δίστασε να εξοντώσει ακόμη και πολλούς από τους συνεργάτες του.

[λόγ. < ελνστ. ἰσχυροποιῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες