Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισχναίνω
1 εγγραφή
ισχναίνω [isxnéno] & -ομαι Ρ7.2 : (λόγ.) κάνω κπ. ή κτ. ισχνό, λιπόσαρκο. || γίνομαι ισχνός.

[λόγ. < αρχ. ἰσχναίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες