Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιστολυσία η [istolisía] Ο25 : (βιολ., ιατρ.) αποσύνθεση και διάλυση οργανικών ιστών.
[λόγ. < γαλλ. histolysie < histo- = ιστο- + -lysie < αρχ. λύσ(ις) -ie = -ία]