Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιστιοσανίδα
1 εγγραφή
ιστιοσανίδα η [istiosaníδa] Ο26 : κατασκευή από ελαφρό πλαστικό για να επιπλέει στο νερό, πάνω στην οποία κάποιος ισορροπεί όρθιος, στηρίζοντας με το σώμα του ένα ανοιχτό ιστίο (πανί), ώστε να κινείται με τη δύναμη του ανέμου· γουίντ σερφ. || το αντίστοιχο άθλημα· γουίντ σέρφιγκ: Aγώνες ιστιοσανίδας.

[λόγ. ιστιο- + σανίδα μτφρδ. αγγλ. surfboard (board = σανίδα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες