Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιστάμενος -η -ο [istámenos] Ε5 : κυρίως στις εκφορές υψηλά ιστάμενα πρόσωπα / στελέχη, που κατέχουν μια επίσημη και υψηλή κοινωνική θέση. || (ως ουσ.): Yψηλά ιστάμενοι.
[λόγ. < αρχ. ἱστάμενος μπε. του ἵστημι στήνω΄]