Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ισπανόφωνος -η -ο [ispanófonos] Ε5 : που μητρική ή κύρια γλώσσα του είναι τα ισπανικά, κυρίως όταν πρόκειται για κατοίκους εκτός Iσπανίας: Iσπανόφωνοι πληθυσμοί. || για τόπο που κατοικείται από ισπανόφωνους. || (ως ουσ.) ο ισπανόφωνος: Οι ισπανόφωνοι των HΠA.
[λόγ. ισπαν(ικός) -ο- + -φωνος]