Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισορροπιστής
1 εγγραφή
ισορροπιστής ο [isoropistís] Ο7 θηλ. ισορροπίστρια [isoropístria] Ο27 : 1. αυτός που εκτελεί ασκήσεις ισορροπίας· (πρβ. ακροβάτης). 2. (μτφ.) αυτός που μπορεί να επιβάλλει μια ισορροπία στις σχέσεις αντιμαχόμενων προσώπων ή ομάδων, επειδή κρατά μια συμβιβαστική στάση.

[λόγ. ισορροπ(ώ) -ιστής μτφρδ. γαλλ. équilibriste· λόγ. ισορροπισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες