Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισοζυγίζω
1 εγγραφή
ισοζυγίζω [isozijízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, τα φέρνω σε θέση ισορροπίας.

[ίσ(α) -ο- + ζυγίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες