Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισοδυναμώ
1 εγγραφή
ισοδυναμώ [isoδinamó] Ρ10.9α : έχω, ανεξάρτητα από τις όποιες άλλες διαφορές, την ίδια αξία, σπουδαιότητα, σημασία, έννοια κτλ. με άλλον, είμαι ισοδύναμος: Tέτοια νίκη ισοδυναμεί με ήττα. H πρόσκλησή του ισοδυναμούσε με πρόταση για συμφιλίωση.

[λόγ. < ελνστ. ἰσοδυναμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες