Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισοβαρής
1 εγγραφή
ισοβαρής -ής -ές [isovarís] Ε10 : α. που έχει το ίδιο βάρος με κπ. άλλον· ισόβαρος. β. (ειδ. χημ.) ισοβαρή στοιχεία, που έχουν το ίδιο ατομικό βάρος, αλλά διαφορετικό ατομικό αριθμό (στο περιοδικό σύστημα κατάταξης). || (φυσ.) ισοβαρείς καμπύλες, καμπύλες διαγράμματος οι οποίες ενώνουν σημεία με ίση πίεση. || (μετεωρ.) ισοβαρείς καμπύλες, καμπύλες μετεωρολογικού χάρτη οι οποίες ενώνουν τόπους με την ίδια βαρομετρική πίεση.

[λόγ.: α: αρχ. ἰσοβαρής· β: διεθ. isobar (στη νέα σημ.) < αρχ. ἰσοβαρής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες