Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ισλαμισμός ο [islamizmós] Ο17 : η θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Mωάμεθ· μωαμεθανισμός, μουσουλμανισμός: H διδασκαλία του ισλαμισμού.
[λόγ. < γαλλ. islamisme (-isme = -ισμός) (δες στο Iσλάμ)]